- σπείρουσιν
- сеют
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σπείρουσιν — σπείρω sow aor subj act 3rd pl (epic) σπείρω sow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπείρω sow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)